- ανθοφόρος
- ος , ον1) цветоносный; 2) украшенный цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνθοφόρος — bearing flowers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθοφόρος — α, ο (AM ἀνθοφόρος, ον) αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος νεοελλ. 1. ανθοστόλιστος 2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια αρχ. 1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει… … Dictionary of Greek
ανθοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει πάνω του ή παράγει άνθη: Τα περισσότερα φυτά είναι ανθοφόρα. 2. το αρσ. ως ουσ., ο ανθοφόρος ο μίσχος (κοτσάνι) του άνθους που έχει τα πέταλα, τους στήμονες και τον ύπερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθοφόρον — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc sg ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρα — ἀνθοφόρος bearing flowers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόροι — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόροις — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρου — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρους — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρων — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοφόρῳ — ἀνθοφόρος bearing flowers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)